- αλλοθιγενής
- -έςαυτός που έχει αλλού τη γενεσιουργό αιτία του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. ἄλλοθι + -γενὴς < γένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… … Dictionary of Greek